- αναπνευστική χρωστική
- Συστατικό που συνδυάζεται με σχέση αντίστροφη με το οξυγόνο, έτσι ώστε να μπορεί και να είναι φορέας του και να το αποθηκεύει. Για παράδειγμα, η αιμοσφαιρίνη ή αιμογλοβίνη του ανθρώπινου αίματος φορτώνεται με οξυγόνο στους πνεύμονες, έρχεται σε ισορροπία πίεσης με τον αέρα και αποδίδει το οξυγόνο όταν έρχεται σε επαφή με ιστούς που έχουν χαμηλή πίεση αέρα. Οι α.χ. αλλάζουν χρώμα ανάλογα με τον βαθμό οξυγόνωσης (π.χ. η αιμοσφαιρίνη είναι κατακόκκινη, όταν είναι πλούσιασε οξυγόνο, και ροζ, όταν δεν περιέχει οξυγόνο) και έχουν χαρακτηριστικά φάσματα απορρόφησης της ακτινοβολίας. Οι α.χ. βρίσκονται συχνά μέσα στο αίμα, είτε στο πλάσμα (με τη μορφή αιμοκυανίνης, χλωροκρουορίνης και αιμοσφαιρίνης στα διάφορα σπονδυλωτά), είτε στα διάφορα σωματίδια (αιμοσφαίρια) του αίματος, όπως η αιμοσφαιρίνη των σπονδυλωτών και ορισμένες άλλες χρωστικές των ασπόνδυλων.
Dictionary of Greek. 2013.